-
1 λεκάνη
Grammatical information: f.Meaning: `basin, dish' (Ar., inscr., pap.)Derivatives: λεκάν-ιον (Ar.), - ίδιον (Poll., Eust.), - ίς f. (Ar., Plu., Luc.), - ίσκη f. (com.). Also λέκος n. `id.' (Hippon.) with λεκάριον (hell.), λεκίς f. (Epich.), - ίσκος m. (Hp.) `id.'; - ίσκιον as measure (Hp.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: With λεκάνη cf. πατάνη, οὑράνη a. other names of utensils in - άνη, - ανον in Chantraine Form. 197ff., Schwyzer 489f.; beside it λέκος as ἄγγος; λέκος: λεκάνη like στέφος: στεφάνη, ἕρκος: ἑρκάνη (late; s. on ἕρκος). - Connections outside Greek are uncertain; usually λέκος, λεκάνη together with Lat. lanx `dish' are as *lowering, bending inward' derived from a great group of words from `bend, bow' (IE (* el-ek-), with also λοξός and λέχριος (s. vv.); s. WP. 1, 157f., Pok. 308, W.-Hofmann s. lanx; this is certainly wong, as the word is Pre-Greek; thus Ernout-Meillet s. lanx. - From λεκάνη Arab. leken, Osm. lejen \> NGr. τὸ λεγένι `bowl, dish', ORuss. legin `kind of vase'; Maidhof Glotta 10,13, Vasmer Wb. s. v. (cf. also on lochánь).Page in Frisk: 2,103Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λεκάνη
-
2 λεκάνη
λεκάνηdish: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————λεκάνηdish: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 λεκάνη
-
4 λεκανη
-
5 λεκάνη του αγιασμού
λεκάνη του αγιασμού ηкандия – металлический сосуд в виде купели для совершения освящения водыΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > λεκάνη του αγιασμού
-
6 λεκάνη
λεκάνη, ἡ, Schüssel, Becken, Wanne -
7 λεκάνη
-
8 λεκάνῃ
Βλ. λ. λεκάνη -
9 λεκάνη
[лэкани] ουσ. θ. миска, тазΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λεκάνη
-
10 λεκάνη
-ης ἡ N 1 0-3-0-0-0=3 JgsB 5,25; Jgs 6,38dish, pot, pan -
11 λεκάνη
[лэкани] ουσ θ миска, таз. -
12 λεκάνη βεσέ
la cagadora -
13 λεκάνη
-
14 λεκάνη (ποταμού, λίμνης)
cливГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > λεκάνη (ποταμού, λίμνης)
-
15 λεκάνη
1) bac2) bassin3) bassine -
16 λεκάνη
1) basen (m) rzecz.2) dorzecze (n) rzecz.3) miednica (f) rzecz.4) zagłębie (n) rzecz. -
17 λεκάνη
1) dok2) mísa3) miska4) nádrž5) pánev6) povodí7) umývadlo8) vodojem -
18 λεκάνη
basinΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > λεκάνη
-
19 λεκάναι
λεκάνηdish: fem nom /voc plλεκάνᾱͅ, λεκάνηdish: fem dat sg (doric aeolic) -
20 λεκάνηι
λεκάνῃ, λεκάνηdish: fem dat sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
λεκάνη — dish fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκάνῃ — λεκάνη dish fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκάνη — Πλατύ ανοιχτό δοχείο, συνήθως κυκλικού σχήματος, το οποίο χρησιμοποιείται για το πλύσιμο και άλλες οικιακές ανάγκες· πεδιάδα που περιβάλλεται από βουνά ή κλειστή θάλασσα· το κατώτερο τμήμα του ανθρώπινου κορμιού, η πύελος. Λ. ονομάζεται και η… … Dictionary of Greek
λεκάνη — η 1. πλατύ ανοιχτό σκεύος για πλύσιμο και άλλες οικιακές ανάγκες: Έπλυνε τα ρούχα σε μια λεκάνη. 2. το δοχείο των αποχωρητηρίων: Καθάρισες τη λεκάνη της τουαλέτας; 3. λεκανοπέδιο ή κλειστή θάλασσα: Η λεκάνη της Μεσογείου. 4. μέρος του σκελετού… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φανεού λεκάνη — Λεκάνη της Κορινθίας, μεταξύ Ολίγυρτου και Ζήριας, όπου υπάρχει η αποξηραμένη σήμερα ομώνυμη λίμνη. Η λίμνη αυτή χαρακτηριζόταν από τις περιοδικές αυξομειώσεις της, οι οποίες σχετίζονταν προς τις κλιματικές μεταβολές. Το 1829 είχε βάθος 40 50 μ.… … Dictionary of Greek
Μάρεϊ-Ντάρλινγκ, λεκάνη — (Murray Darling Basin). Υδρογραφικό σύστημα (συνολικό μήκος 3.370 χλμ. από τις πηγές του Ντάρλινγκ έως τις εκβολές του Μάρεϊ, λεκάνη απορροής 1.611.469 τ. χλμ.) της νοτιοανατολικής Αυστραλίας. Σχηματίζεται από τον κάτω ρου του ποταμού Μάρεϊ και… … Dictionary of Greek
λεκάναι — λεκάνη dish fem nom/voc pl λεκάνᾱͅ , λεκάνη dish fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκάνηι — λεκάνῃ , λεκάνη dish fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκάναις — λεκάνη dish fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκάναισι — λεκάνη dish fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκάναισιν — λεκάνη dish fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)